- λαβδοειδής
- -ές (Α λαβδοειδής και λαμβδοειδής, -ές) [λάβδα]1. αυτός που έχει το σχήμα τού γράμματος Λ («λαβδοειδές ὀστοῡν», Γαλ.)2. φρ. ανατ. «λαβδοειδής ραφή» — η βρεγματοϊνιακή ραφή τού θόλου τού κρανίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
αστέριο — Το σημείο του κρανίου όπου συναντώνται τρεις ραφές του: η λαβδοειδής, η βρεγματοειδής και η ινιομαστοειδής. Πολλές φορές όμως δεν υπάρχει σημείο συνάντησης, γιατί στη θέση αυτή εμφανίζεται ένα εμβόλιμο οστάριο. Τότε ως α. θεωρούμε ένα συμβατικό… … Dictionary of Greek